ὑφαντός

ὑφαντός
ὑφαντός, ή, όν (Hom. et al.; PAmh 133, 15 [II A.D.]; Ex; Jos., Ant. 3, 57) woven J 19:23.—DELG s.v. ὑφαίνω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υφαντός — υφαντός, ή, ό και φαντός, ή, ό 1. ο κατασκευασμένος στον υφαντικό ιστό, στον αργαλειό: Υφαντή πετσέτα. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., υφαντά υφάσματα ποικιλμένα με σχήματα υφασμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑφαντός — woven masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφαντός — ή, ό / ὑφαντός, ή, όν, ΝΑ, και φαντός, ή, ό, Ν [ὑφαίνω] 1. κατασκευασμένος στον υφαντικό ιστό, στον αργαλειό, ο υφασμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υφαντά υφάσματα, συνήθως χοντρά, που έχουν σχέδια ενυφασμένα …   Dictionary of Greek

  • ὑφαντά — ὑφαντός woven neut nom/voc/acc pl ὑφαντά̱ , ὑφαντός woven fem nom/voc/acc dual ὑφαντά̱ , ὑφαντός woven fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντόν — ὑφαντός woven masc acc sg ὑφαντός woven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφανταῖς — ὑφαντός woven fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφανταί — ὑφαντός woven fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντοῖς — ὑφαντός woven masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντοί — ὑφαντός woven masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντοῦ — ὑφαντός woven masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντούς — ὑφαντός woven masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”